-
1 στίβος
στίβος, ὁ, der betretene Pfad, Fußsteig; H. h. Merc. 352; Soph. Ant. 769; στίβον ὀγμεύει τόνδε πέλας που, Phil. 163, vgl. 157; κενός, Eur. Or. 1274; φυλάσσου, μή τις ἐν στίβῳ βροτῶν, I. T. 67; Her. 4, 140. – Fußtapfen, Fährte, Spur, H. h. Merc. 353; πυκνοῖς ὄσσοις δεδορκὼς τοὺς ἐμοὺς κατὰ στίβους, Aesch. Prom. 682; καὶ μὴν στίβοι γε ποδῶν ὅμοιοι, Ch. 203; ἰχνοσκοποῠσά τ' ἐν στίβοισι τοῖς ἐμοῖς, 226; Soph. Phil. 29. 48; ὡς ἂν προὐξερευνήσω στίβον, Eur. Phoen. 92; ἑπόμενοι κατὰ στίβον, Her. 5, 102. 9, 59; ἐφαίνετο ἴχνη· εἰκάζετο δὲ ὁ στίβος ὡς δισχιλίων ἵππων, Xen. An. 1, 6, 1, vgl. 6, 1, 24. 7, 3, 43; Plut. Alex. 24.
-
2 στίβος
στίβος, ὁ, der betretene Pfad, Fußsteig; H. h. Merc. 352; Soph. Ant. 769; στίβον ὀγμεύει τόνδε πέλας που, Phil. 163, vgl. 157; κενός, Eur. Or. 1274; φυλάσσου, μή τις ἐν στίβῳ βροτῶν, Ⅰ. T. 67; Her. 4, 140. Fußtapfen, Fährte, Spur, H. h. Merc. 353; πυκνοῖς ὄσσοις δεδορκὼς τοὺς ἐμοὺς κατὰ στίβους, Aesch. Prom. 682; καὶ μὴν στίβοι γε ποδῶν ὅμοιοι, Ch. 203; ἰχνοσκοποῠσά τ' ἐν στίβοισι τοῖς ἐμοῖς, 226; Soph. Phil. 29. 48; ὡς ἂν προὐξερευνήσω στίβον, Eur. Phoen. 92; ἑπόμενοι κατὰ στίβον, Her. 5, 102. 9, 59; ἐφαίνετο ἴχνη· εἰκάζετο δὲ ὁ στίβος ὡς δισχιλίων ἵππων, Xen. An. 1, 6, 1, vgl. 6, 1, 24. 7, 3, 43; Plut. Alex. 24 -
3 στιβος
(ῐ) ὅ1) утоптанная дорога, тропа HH., Eur.ἔρημος βροτῶν σ. Soph. — безлюдное место
2) след(ἕπεσθαι κατὰ στίβον Her.; ὅ σ. ἵππων Xen.; ἰχνοσκοπεῖν ἐν στίβοισί τινος Aesch.)
στίβου κτύπος Soph. — звук шагов -
4 στίβος
A trodden way, track, path, h.Merc.352; ἔρημος ἔνθ' ἂν ᾖ βροτῶν ς. S.Ant. 773, cf. Ph. 157 (lyr.), E.IT67, Or. 1274 (lyr.); ὀγμεύειν ς. S.Ph. 163 (anap.);ξύμβλητο κατὰ στίβον Ἡρακλῆϊ A.R.1.1253
.II track, footstep, h.Merc.353, Hdt.4.140, A.Ch. 210, 227, S.Ph.48, Ichn.109, E. Ion 743, etc.; ἕπεσθαι κατὰ στίβον on the track or trail, Hdt.5.102, cf. 4.122, 9.59;στίβοι ποδῶν A.Ch. 205
;ἵππων X.An.1.6.1
; λέχος καὶ στίβοι φιλάνορες traces of one who had lain there, A.Ag. 411 (lyr.); στίβου οὐδεὶς κτύπος (v.l. τύπος) S.Ph. 29, cf. 206 (lyr.); ῥινῶν ὀξὺς ς., of hounds on the track, AP9.516 (Crin.). -
5 ἐρῆμος
ἐρῆμος, auch zweier Endgn, Her., Pind., att. ἔρημος, ον, doch auch dreier Endgn, Soph. Ant. 735, Eur. öfter, bes. δίκη is. unten); einsam, gew. entblößt von angenehmen Dingen, deren Verlust empfindlich ist; vom Lande, wüst, unbebaut, νῆσος Od. 3, 270, χῶρος Il. 10, 520; ἐρήμας δι' αἰϑέρος Pind. Ol. 1, 6; ἔρημος αἰϑήρ 13, 35; νῶτα γαίης P. 4, 26; πάγος Aesch. Prom. 270; τὰ δ' ἄλλα ἔρημα Soph. Phil. 34; ἔρημος – βροτῶν στίβος Ant. 769; πνύξ, menschenleer, Ar. Ach. 20; λιμήν Thuc. 2, 96; πολλὴν τῆς χώρας ἔρημον καὶ ἀργὸν οὖσαν Xen. Cyr. 3, 2, 2; ποιοῠντες ἀνδρῶν κακῶν ἔρημον τὴν πόλιν Plat. Legg. IX, 862 e, leer von schlechten Menschen, wie ϑεῶν ἔρημα εἶναι πάντα X, 908 c; – ἡ ἔρημος, sc. χώρα, die Einöde, Wüste, ein von Menschen verlassener Ort, Her. 3, 102. 4, 18 u. Folgde; auch τὰ ἔρημα, 2, 32; Thuc. 2, 17; vgl. Il. 5, 140 κατὰ σταϑμοὺς δύεται, τὰ δ' ἐρῆμα φοβεῖται; – von Menschen, einsam, verlassen, hülflos, μονάδα δὲ Εέρξην ἔρημόν φασιν οὐ πολλῶν μέτα μολεῖν, Aesch. Pers. 720; Ag. 836; καὶ ἄφιλος Soph. Phil. 228; χωρὶς ἀνϑρώπων στίβου 485; neben ἄπορος O. C. 1733; ἔρημος πρὸς φίλων Ant. 910; ὁ πατὴρ ἀπολιπὼν ἀπέρχεται ὑμᾶς ἐρήμους Ar. Par 112; oft c. gen., ἔρημον πάντων τῶν συγγενῶν, von allen Verwandten verlassen, ohne alle Verwandte, Plat. Gorg. 523 e; πατρὸς ἢ μητρός Legg. XI, 927 b; vgl. Soph. ναῠς ἔρημος ἀνδρῶν μὴ ξυνοικούντων ἔσω, entblößt von Männern, O. R. 57; στέγαι φίλων ἔρημαι El. 1397, leer von Freunden; Eur. u. A.; vgl. ἐσϑὴς ἐρῆμος ἐοῠσα ὅπλων Her. 9, 63. Eben so Κορινϑίων ἔρημοι ἐς τοῠτον τὸν πόλεμον καϑέσταμεν Thuc. 1, 32, ohne die Korinthier; συμμάχων Xen. Cyr. 2, 1, 11; τοῦ βοηϑήσοντος Isocr. epist. 1, 3; Dem. oft, u. Sp.; – auch von Sachen, καὶ ἄπορος Plat. Phil. 16 b; καὶ ὀρφανά Legg. XI, 927 c; so öfter von Verwais'ten, Lys. 2, 71; κλῆρος Is. 3, 61. – Bes. ἡ ἐρήμη, selten ἡ ἔρημος, sc. δίκη u. δίαιτα, welche Wörter auch zuweilen dabeistehen, ein Contumazialbescheid, wodurch die im Termin ausbleibende Partei verurtheilt wurde; ἐρήμην κατηγορεῖν Plat. Apol. 18 c, einen Abwesenden anklagen; ἤλπιζε ἀποφεύξεσϑαι τὴν γραφήν · οὔτε γὰρ ἐπεξιέναι οὐδένα, ἀλλ' ἐρήμην αὐτὴν ἔσεσϑαι, wenn eben kein Ankläger auftritt, Antiph. 2 α 7, ἐρήμην ὄφλειν τὴν δίκην, ein Contumazialurtheil verwirkt haben, in contumaciam verurtheilt werden, 5, 13, wie τὴν δίκην ἔρημον ὄφλειν Dem. 32, 26; ἐρήμην τινὰ λαβεῖν Lys. 26, 18; δίκην εἷλον ἐρήμην Dem. 21, 81, einen solchen Proceß gewinnen, bewirken, daß Einer in contumaciam verurtheilt wird, wo οὐ γὰρ ἀπήντα dabei steht; ἐρήμῃ δίκῃ κατέγνωσαν αὐτοῠ ϑάνατον Thuc. 6, 61; vgl. D. Sic. 13, 5; ἐρήμην καταδιαιτᾶν, καταδικάζειν τινός, Jem. in contumaciam verurtheilen, Dem. 40, 17 u. A.; auch τὴν ἔρημον δοῠναι, Dem. 21, 85, u. ἐρήμην αὐτοῠ κατέγνω τὴν δίαιταν 33, 33, – ἔρημον ἀφεικέναι τὸν ἀγῶνα, sich dem Kampfe entziehen, D. Hal., sich nicht stellen, s. Schäfer zu D. Hal. V. C. 402; – ἀγὼν ἐρημότερος Lys. 29, 1.
См. также в других словарях:
στίβος — Ημιορεινός οικισμός (628 κάτ., υψόμ. 160 μ.), στην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 628 κάτ.). * * * ο, ΝΑ νεοελλ. 1. τμήμα γηπέδου, σταδίου ή ιπποδρομίου κατάλληλο για τη διεξαγωγή αθλητικών … Dictionary of Greek